- ανακατωμός
- οβλ. ανακάτεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανακατωμός — ο [ανακατώνω] το ανακάτωμα … Dictionary of Greek
ανακατεμός — ο [ανακατεύω] ο ανακατωμός* … Dictionary of Greek
ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… … Dictionary of Greek
ανακάτεμα — το, ατος και ανακάτωμα, το ατος, και ανακατεμός, ο και ανακατωμός, ο και ανακάτεψη, η και ανακάτωση, η και ανακατωσιά, η το να ανακατεύει ή να ανακατεύεται κάποιος: Δε μου αρέσει το ανακάτεμα στα οικογενειακά των άλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)